τηλεπικοινωνία

τηλεπικοινωνία
η, Ν
1. η εκπομπή, μετάδοση ή λήψη πληροφοριών τυπικού ή συμβολικού κειμένου, ήχου, εικόνας κ.λπ., με τη βοήθεια κυκλωμάτων που σχηματίζονται από ηλεκτρικούς αγωγούς, οπτικές ίνες ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα
2. στον πληθ. οι τηλεπικοινωνίες
το σύνολο τών χρησιμοποιούμενων για τη διαβίβαση πληροφοριών ενσύρματων, ραδιοηλεκτρικών, οπτικών ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων όπως είναι ο τηλέγραφος, το τηλέφωνο, η τηλεόραση, κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. telecommunication < tele- (< τηλ[ε]-*) + communication «επικοινωνία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τηλεπικοινωνία — η 1. η συνεννόηση ανθρώπων από μεγάλες αποστάσεις. 2. το σύνολο των μέσων για αυτή τη συνεννόηση (τηλέγραφος, τηλέφωνο, ραδιόφωνο, τηλεόραση κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • τεχνητός — ή, ό / τεχνητός, ή, όν, ΝΜΑ [τεχνῶμαι] αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.) νεοελλ. 1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνιακός — ή, ό, Ν [τηλεπικοινωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τηλεπικοινωνίες («τηλεπικοινωνιακό δίκτυο») …   Dictionary of Greek

  • τηλεσυγκοινωνία — η, Ν τηλεπικοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + συγκοινωνία] …   Dictionary of Greek

  • εκλάμψεις — (Αστρον.). Χαρακτηριστικό φαινόμενο, αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ηλιακής χρωμόσφαιρας. Οι ε. ή χρωμοσφαιρικές εκρήξεις είναι φωτεινά συγκροτήματα που εμφανίζονται ξαφνικά, αλλά παροδικά, στον ηλιακό δίσκο, στο κεντρικό μέρος ομάδας κηλίδων… …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνιακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τηλεπικοινωνία: Τηλεπικοινωνιακά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”